ὡρολόγος

ὡρολόγος
ὡρολόγ-ος (parox.), ,
A an Egyptian astrologer, Chaerem. ap. Porph.Abst.4.8.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ωρολόγος — ὁ, Α Αιγύπτιος αστρολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + λόγος*] …   Dictionary of Greek

  • ὡρολόγοις — ὡρόλογος an Egyptian astrologer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡρολόγους — ὡρόλογος an Egyptian astrologer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”